-
1 κιθαρίζω
A play the cithara,φόρμιγγι.. ἱμερόεν κιθάριζε Il.18.570
, Hes.Sc. 202;λύρῃ δ' ἐρατὸν κιθαρίζων h.Merc. 423
; , cf. X.Smp.3.1, Oec.2.13;ᾄδειν καὶ κ. Phld.Mus.7
K.; κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταμαι I am not a 'high-brow', Ar.V. 989, cf. 959;ἀρχαῖον εἶν' ἔφασκε τὸ κ. Id.Nu. 1357
: prov., ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος, like ὄνος πρὸς λύραν (v. λύρα), Luc.Pseudol.7; τὸ κιθαριζόμενον music composed for the cithara, Plu.2.1144d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρίζω
-
2 κιθαρίζω
κιθαρίζω, die Cither u. übh. ein Saiteninstrument spielen; φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιϑάριζε Il. 18, 569, wie Hes. Sc. 201; λύρῃ H. h. Merc. 423, wie Xen. Conv. 3, 1; ποικίλον Pind. N. 4, 14; Plat. Prot. 326 a u. öfter; πρὸς τὴν ᾠδήν Alc. I, 129 c, wie Sp.; τί σοι Ἀπόλλων κεκιϑάρικε Soph. fr. 18, vorgesungen u. geweissagt; – κιϑαρίζομαι, sich auf der Cither vorspielen lassen, τὸ κιϑαριζόμενον, das auf der Cither gespielte Stück, Plut. mus. 36. – Sprichwörtlich ὄνος κιϑαρίζειν πειρώμενος Luc. Pseudol. 7.
См. также в других словарях:
κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek